πολλαχόσε

πολλαχόσε
Α
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- τού πολύς* + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. παντ-αχ-όσε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολλαχόσε — towards many sides indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαχόσ' — πολλαχόσε , πολλαχόσε towards many sides indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… …   Dictionary of Greek

  • πανταχόσε — Α επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πανταχός] …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”